Όταν η Ρωσία επιτέθηκε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 υπήρξε μεγάλη αντίδραση από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και άλλες δυτικές δυνάμεις. Η Ρωσία σύντομα κατέστη “the most sanctioned nation” η χώρα με τις περισσότερες κυρώσεις. Ταυτόχρονα οι δυτικές δυνάμεις παρείχαν στην Ουκρανία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Η Ουκρανία και η Δύση κατηγορούσαν τη Ρωσία για παραβίαση του διεθνούς δικαίου, επεκτατισμό και μεγαλοϊδεατισμό. Από την πλευρά της η Μόσχα κατηγορούσε το καθεστώς του Κιέβου και τη Δύση ότι στόχος τους ήταν η αποσταθεροποίηση, η εξασθένιση και ο κατακερματισμός της Ρωσίας. Πέραν τούτου, η Μόσχα κατηγορούσε το Κίεβο για συστηματικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ρωσόφωνων πολιτών της Ανατολικής Ουκρανίας. Πάνω απ’ όλα η Μόσχα διακήρυξε ότιη Δύση αθέτησε τις υποσχέσεις για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς τονίζοντας ταυτόχρονα ότι ουδέποτε θα αποδεχόταν την ένταξη και της Ουκρανίας στον εν λόγω Οργανισμό.
Τη συγκεκριμένη περίοδο εγένετο λόγος για την ανάγκη στήριξης της Ουκρανίας και καταδίκη της Ρωσίας. Η στάση αυτή θεωρείτο ότι ήταν «η ορθή πλευρά της ιστορίας». Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν σε ένα διεθνές συνέδριο στη Λευκωσία το 2023 έγινε συζήτηση για το θέμα αυτό, ένας ξένος καθηγητής, ο οποίος ανήκει στη ρεαλιστική σχολή σκέψης, παρατήρησε κυνικά ότι η ορθή πλευρά της ιστορίας γράφεται πάντοτε από τους νικητές.
Σημειώνω συναφώς ότι υπήρξαν κάποιοι Αμερικανοί θεωρητικοί, οι πλείστοι εκ των οποίων της ρεαλιστικής σχολής σκέψης, οι οποίοι άσκησαν κριτική στη χώρα τους για τον πόλεμο. Μεταξύ άλλων, είχαν τονίσει ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς ήταν αποσταθεροποιητική ενέργεια. Από πλευράς της ΕΕ δεν κατανοήθηκε ότι ο πόλεμος και οι κυρώσεις θα είχαν κόστος και για την ίδια την Ένωση. Αναπόφευκτα, το αποτέλεσμα θα ήταν λιγότερη ευημερία και λιγότερη ασφάλεια και για την ίδια την ΕΕ. Είχα κατ’ επανάληψιν αναφέρει τότε ότι εάν υπήρχε αποτελεσματική και εμπνευσμένη ηγεσία στην ΕΕ ο πόλεμος θα είχε αποφευχθεί.
Με την άνοδο του Ντόναλντ Τράμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ υπήρξε μια σοβαρή αλλαγή υποδείγματος. Καθοριστικής σημασίας για τη νέα κυβέρνηση είναι τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και η Ρεαλπολιτίκ. Ζητήματα Διεθνούς Δικαίου δεν είναι κατ’ ανάγκη προτεραιότητα. Ο Αμερικανός Πρόεδρος άσκησε σκληρή κριτική στον Πρόεδρο Ζελένσκι καθώς και στην ΕΕ. Ο Τράμπ διακήρυξε ότι ο πόλεμος αυτός δεν έπρεπε να είχε αρχίσει. Πέραν τούτου, τόνισε ότι δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει η Ουκρανία στα σύνορα του 2014. Ούτε και τίθεται θέμα ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ ενδιαφέρεται για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και την αποφυγή κλιμάκωσης η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα ασφαλείας και για τις ΗΠΑ. Πάνω απ’ όλα διαφαίνεται ότι η νέα αμερικανική ηγεσία επιθυμεί την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία στο σημερινό πολυπολικό κόσμο όπου ο μεγάλος αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Κίνα. Προφανώς η στάση αυτή πηγάζει από την προσήλωση στη Ρεαλπολιτίκ και όχι στο Διεθνές Δίκαιο.
Παρά ταύτα, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο πλαίσιο αρχών που να διέπει τις σχέσεις των κρατών. Και είναι σημαντικό να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να γίνεται σεβαστό το Διεθνές Δίκαιο. Όταν όμως οι ηγεσίες διαφόρων χωρών αγνοήσουν τη Ρεαλπολιτίκ και θεωρήσουν την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίουως αυτονόητη τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγήσουν τους λαούς τους σε οδυνηρές περιπέτειες.
Η Ουκρανία, όπως και η κάθε χώρα, είχε και έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Στην περίπτωση όμως που αυτό δεν μπορεί να εξασκηθεί, τότε είναι προτιμότερο όπως υιοθετηθεί η πολιτική επιδίωξη του “second best” – της δεύτερης καλύτερης επιλογής. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι εάν κατανοείτο ότι η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας θα μπορούσε να είχε διαφυλαχθεί μόνο με μια πολιτική ουδετερότητας ενδεχομένως οι ιστορικές εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές. Με το ίδιο σκεπτικό εάν κατανοείτο και στην Κύπρο ότι μόνο η πολιτική του εφικτού (της ανεξαρτησίας) και όχι του ευκταίου (της ένωσης) θα διασφάλιζε την ακεραιότητα της χώρας και δεν υπήρχε η αποσταθεροποιητική δράση, ενδεχομένως και στη Μεγαλόνησο οι ιστορικές εξελίξεις να ήταν διαφορετικές.
Τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα πρέπει να αντλήσουν διδάγματα από τα ιστορικά και πολιτικά αυτά δεδομένα. Μετά την καταστροφή του 1974 υπήρξε, μεταξύ άλλων, σύγχυση σε ηγεσία και λαό η οποία μέχρι σήμερα δεν εξέλιπε. Και ενώ η Κύπρος χρειάζεται τον ΟΗΕ ταυτόχρονα πρέπει να κατανοήσει και τις αδυναμίες του. Ναι, ο ΟΗΕ θα έπρεπε να λειτουργεί με βάση το Διεθνές Δίκαιο – η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Οργανισμός λειτουργεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το ισοζύγιο δυνάμεων. Ας μην λησμονούμε ότι το Σχέδιο Ανάν ήταν η πρόταση του ΓΓ του ΟΗΕ, ανεξάρτητα από το ποιες χώρες το ετοίμασαν. Ας μην λησμονούμε επίσης ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες εδώ και χρόνια εν πολλοίς παρουσιάζουν την κατοχική Τουρκία τρίτο μέρος στο πρόβλημα.
Στην περίπτωση της Ελλάδος σημειώνεται ότι η χώρα θα μπορούσε να είχε στηρίξει την Ουκρανία χωρίς να έλθει αχρείαστα σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Αναφέρω συναφώς ότιΈλληνες πολιτικοί και αναλυτές άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι επεδείκνυε μεγαλύτερο ζήλο για την υπόθεση της Ουκρανίας παρά της Κύπρου.
Εν κατακλείδι ενώ πάντοτε πρέπει να επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο και να αγωνιζόμαστε για αυτό είναι τεράστιο σφάλμα να αγνοούμε τη Ρεαλπολιτίκ.